- ἀδέψητος
- ἀδέψητοςuntannedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδέψητος — ἀδέψητος, ον (Α) [δέψω] (για δέρματα) ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί κατεργασία από βυρσοδέψη … Dictionary of Greek
ἀδέψητον — ἀδέψητος untanned masc/fem acc sg ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτοιο — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτοισι — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτου — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτους — ἀδέψητος untanned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτων — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτῳ — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέψητα — ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀδέψητον — ἀδέψητον , ἀδέψητος untanned masc/fem acc sg ἀδέψητον , ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)